παραφορος

παραφορος
    παράφορος
    παρά-φορος
    2
    1) влекомый
    

(πρὸς δόξαν Plut.)

    2) блуждающий, нетвердый
    

(πούς Eur.; δρόμοι Plut.)

    3) отклоняющийся, бьющий мимо
    

(σκοποῦ Plat.)

    4) расстроенный, помешанный
    

π. τῆς ξυνέσεως Plat. — лишившийся рассудка


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παραφορος" в других словарях:

  • παράφορος — borne aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… …   Dictionary of Greek

  • παράφορος — η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που παραφέρεται, ευέξαπτος, ορμητικός. 2. για πράξεις και συναισθήματα, σφοδρός ορμητικός, ακράτητος: Παράφορος έρωτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφόρως — παράφορος borne aside adverbial παράφορος borne aside masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορώτεροι — παράφορος borne aside masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφόρους — παράφορος borne aside masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφοροι — παράφορος borne aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφορον — borne aside neut nom/voc/acc sg παράφορος borne aside masc/fem acc sg παράφορος borne aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …   Dictionary of Greek

  • ένθερμος — η, ο (AM ἔνθερμος, ον) 1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής 2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος 3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ... ενθέρμως θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»